- θώκους
- θᾶκοςseatmasc acc pl (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπατρικός — ή, ό, Ν 1. βιολ. όρος που αναφέρεται σε δύο ή περισσότερους πληθυσμούς οι οποίοι θα μπορούσαν να διασταυρωθούν μεταξύ τους αλλά αυτό δεν συμβαίνει λόγω διαφορών, λ.χ. στον χρόνο ανθοφορίας ή στον τύπο επικονιαστή 2. φρ. α) «συμπατρικά είδη» οικολ … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek